δαμασκήνωση

δαμασκήνωση
Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με οξέα. Μέσα στις αυλακώσεις τοποθετούνται σύρματα ή ελάσματα από το πολύτιμο μέταλλο, τα οποία πιέζονται και σφυρηλατούνται, ώστε να εισχωρήσουν βαθιά στις εγκοπές και να σχηματίσουν με το βασικό μέταλλο ενιαία επιφάνεια. Στην αρχαία Ελλάδα τα ένθετα μέταλλα συνδυάζονταν συνήθως με νιέλο, που το μαύρο χρώμα του έδινε μεγαλύτερη ποικιλία στους χρωματισμούς. Τα αρχαιότερα δείγματα της τεχνικής αυτής είναι αιγυπτιακής (17ος αι. π.Χ.) και κρητομυκηναϊκής προέλευσης (χάλκινα εγχειρίδια των Μυκηνών με μορφές ζώων και σκηνή πάλης αντρών με λιοντάρια, 1570-50 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών). Η δ. χρησιμοποιήθηκε πολύ κατά την ελληνιστική περίοδο, αλλά έφτασε σε μεγάλη ακμή στο Βυζάντιο, από το οποίο διαδόθηκε στην Ιταλία. Έργα Βυζαντινών καλλιτεχνών, που είχαν κατασκευαστεί στην Κωνσταντινούπολη, ήταν οι μπρούτζινες θύρες με αργυρές δ. (1070) της βασιλικής του Αγίου Παύλου εκτός των τειχών στη Ρώμη, οι θύρες της μητρόπολης του Σαλέρνο (περ. 1085) και η σύγχρονή τους θύρα που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας. Πολλά αντικείμενα και σκεύη οικιακής χρήσης (δίσκοι, κανάτες, κηροπήγια κ.ά.), μουσουλμανικής έμπνευσης ή αυθεντικά έργα μουσουλμάνων τεχνιτών, κυκλοφορούσαν στη Βενετία και ονομάζονταν δαμασκηνά από την πόλη Δαμασκό, σημαντικό κέντρο παραγωγής. Τον 15o και 16o αι. η δ. χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διακόσμηση όπλων και πριγκιπικών πανοπλιών. Θαυμάσια όπλα με δ. δημιουργούσαν τα μουσουλμανικά εργαστήρια (λεπίδα σπαθιού του Εμανουέλε Φλιμπέρτο της Σαβοΐας, Οπλοθήκη Τορίνο) και τα εργαστήρια της Λομβαρδίας και της Ισπανίας. Ονομαστό για τις δ. πάνω σε ατσάλι ήταν το Τολέδο της Ισπανίας, όπου η τέχνη συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η δ. μπορεί να γίνει και αναγλυφική ή να εμπλουτιστεί με ένθετο μάργαρο ή λαζουλίτη ή ακόμα και με πολύτιμους λίθους. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται και μεταφορικά για ένα είδος ζωγραφικής που απομιμείται τη δ. των μετάλλων, πολύ διαδεδομένο στην Ιβηρική χερσόνησο και στις ισπανικές κτήσεις από τον 15ο έως τον 18ο αι. Δαμασκήνωση σε λαβή πιστολιού, αξιόλογο έργο πιθανότατα γαλλικού εργαστηρίου του 17oυ αι.
* * *
η
η τέχνη τού να προσαρμόζει κανείς σύρματα ή ελάσματα χρυσού σε σιδερένια ή χαλύβδινα αντικείμενα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • δαμάσκωση — η η δαμασκήνωση …   Dictionary of Greek

  • δαμασκί — και διμισκί, το 1. (για χρώμα) το δαμασκηνί 2. φρ. «δαμασκί σπαθί» σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία τής πρωτεύουσας τής Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνουργία — η η δαμασκήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμασκηνουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Αθ. Σ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • επιδαμασκήνωση — η δαμασκήνωση …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνά — Πολυτελή αντικείμενα, όπλα και σκεύη, οικιακής χρήσης και μουσουλμανικής έμπνευσης, από τη Δαμασκό της Συρίας. Βλ. λ. δαμασκήνωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”